Home > Term: θόλος
θόλος
Ένα κλειστό δωμάτιο ή λάκκο έχοντας πρόσβαση άνοιγμα στην κορυφή, πλευρικό τοίχωμα, ή και τα δύο. Μπορεί να είναι σε ένα κτίριο, μια ξεχωριστή δομή πάνω από το έδαφος, ή υπόγειο.
- Del af tale: noun
- Branche/domæne: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Ophavsmand
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)