Home > Term: ντουλάπα
ντουλάπα
1) Κοστούμια και όλα τα άρθρα της φόρεμα για αναπαραγωγή ή παραγωγή. 2) Αίθουσα στην οποία κοστούμια είναι αποθήκη ή τοποθετούνται.
- Del af tale: noun
- Branche/domæne: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
Ophavsmand
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)